Δείτε το χάρτη.
2 ώρες με αυτοκίνητο, 3-4 ώρες με ποδήλατο, 4-5 ώρες πεζοπορία, 12 χλμ.
Στα γραφικά Πολλώνια, στο ΒΑ άκρο της Μήλου, βρίσκεται το σημείο εκκίνησης αυτής της διαδρομής, μίας διαδρομής πλούσιας σε εικόνες, ιστορία, εντυπώσεις και εμπειρίες. Αφετηρία ο οικισμός με την αμμουδερή παραλία, τα όμορφα σπίτια και το μικρό λιμάνι που από παλιά συνδέει το νησί με την Κίμωλο.
Παίρνοντας προφανώς το όνομά τους από το θεό Απόλλωνα, θεό του ήλιου και του φωτός, τα κατάλευκα Πολλώνια υποστηρίζουν και με το παραπάνω το όνομά τους. Σύμφωνα με μία ιστορική πηγή (Pierre-Augustin Guys, “Voyage Litteraire de la Grèce”, 1783) ναός του Απόλλωνα πρέπει να υπήρχε στην περιοχή, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 18ου αι. Την ύπαρξή του επιβεβαιώνουν και αρχαιολογικά ευρήματα, όπως σπόνδυλοι αρχαίων κιόνων, κιονόκρανα καθώς και μία σαρκοφάγος, που ήρθαν στο φως κοντά στο ακρωτήριο Πελεκούδα, βόρεια του κολπίσκου, και σήμερα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του νησιού, στην Πλάκα.
Η δυνατότητα ελλιμενισμού, η προστασία από βόρειους ανέμους, το ήπιο ανάγλυφο και η εγγύτητα με την Κίμωλο, από την αρχαιότητα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του οικισμού. Στη σύγχρονη εποχή, τα Πολλώνια, αν και υπήρξαν ένας μικρός και απομονωμένος οικισμός αγροτών και ψαράδων, άρχισαν να αναπτύσσονται περισσότερο μετά το 1934, όταν στα γειτονικά Βούδια δημιουργήθηκαν οι πρώτες εγκαταστάσεις επεξεργασίας ορυκτών από την Α.Ε. Εκμεταλλεύσεως Αργυρομεταλλευμάτων & Βαρυτίνης (νυν S&B Βιομηχανικά Ορυκτά Α.Ε.). Τότε κατασκευάστηκαν πολλά σπίτια και δρόμοι ενώ το 1936 ιδρύθηκε και το πρώτο δημοτικό σχολείο της περιοχής με ενέργειες και χρηματοδότηση της εταιρείας. Πολλοί κάτοικοι απασχολήθηκαν στα εργοστάσια και στα ορυχεία, ωστόσο, δεν εγκατέλειψαν τις παραδοσιακές ασχολίες τους, τις καλλιέργειες και την αλιεία, ενώ τα τελευταία χρόνια πολλοί ασχολούνται και στον τουριστικό τομέα, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες.
Αξίζει να αναφερθεί ότι ακόμα και στα εργοστάσια σήμερα μόνιμοι κάτοικοι της Κιμώλου, εργαζόμενοι στα ορυχεία και στα εργοστάσια στα Βούδια, περνούν με το πλοίο καθημερινά από την Κίμωλο στη Μήλο και επιστρέφουν αυθημερόν στην Κίμωλο όταν τελειώσει η βάρδια τους.
Από την παραλία, εκεί όπου κάνουν στάση τα λεωφορεία, ακολουθείτε τον ασφαλτόδρομο που φεύγει νότια/νοτιοανατολικά, προς Βούδια. Αποχαιρετάτε τα τελευταία σπίτια του οικισμού, περνάτε δίπλα από το γήπεδο ποδοσφαίρου, και λίγο παρακάτω συναντάτε στα αριστερά σας, πλάι στο δρόμο, το ξωκλήσι της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού (Ρ1).
Αμέσως μετά το ξωκλήσι, μπαίνετε στην περιοχή των εγκαταστάσεων της S&B και στις ζώνες των ορυχείων. Η άσφαλτος σταματάει εδώ, και πλέον βρίσκεστε σ’ έναν δρόμο, ο οποίος έχει πολλή κίνηση από φορτηγά και βαρέα μηχανήματα έργου, ενώ σε περίπτωση βροχόπτωσης, υγρασίας ή και καταβρέγματος το καλοκαίρι (για τη μείωση της σκόνης) ο δρόμος, αν και πλατύς, γίνεται ιδιαίτερα ολισθηρός και απαιτεί μεγάλη προσοχή. Αυτή η ολισθηρότητα οφείλεται στη φύση του μπεντονίτη, ο οποίος, σαν πλαστικός πηλός, όταν απορροφήσει νερό γίνεται ιδιαίτερα γλιστερός, με τη χαρακτηριστική ιδιότητα να «κολλάει» και να συσσωρεύεται στις ρόδες ή στα υποδήματα.
Στο λόφο μπροστά σας και δεξιά, προς τα νότια, φαίνονται οι αποκατεστημένες αποθέσεις του ορυχείου Ζούλια, όπου εξορύσσεται μπεντονίτης. Αριστερά σας, βλέπετε τις εγκαταστάσεις της S&B. Η εταιρεία αρχικά δραστηριοποιήθηκε στο νησί με την εξόρυξη βαρυτίνης, ενός βαριούχου ορυκτού με μεγάλο ειδικό βάρος, στο Πηλονήσι. Η βαρυτίνη της Μήλου είχε σχετικά αυξημένη περιεκτικότητα σε άργυρο, του οποίου όμως η παραγωγή με εμπλουτισμό ουδέποτε αποδείχθηκε οικονομικά βιώσιμη. Η βαρυτίνη χρησιμοποιήθηκε στις γεωτρήσεις πετρελαίων κυρίως στη Μέση Ανατολή. Η εταιρεία S&B αποκαλείται συχνά «Βαρυτίνη» στη Μήλο παρά το ότι η παραγωγή βαρυτίνης έχει ουσιαστικά σταματήσει εδώ και δεκαετίες. Στη συνέχεια, με χρονική σειρά, προστέθηκαν στα προϊόντα εξόρυξης της εταιρείας ο καολίνης, ο μπεντονίτης και ο περλίτης, που είναι βιομηχανικά ορυκτά και χρησιμοποιούνται σε μια σειρά βιομηχανιών και βιομηχανικών προϊόντων (κεραμικά, χυτήρια, σφαιροποίηση σιδηρομεταλλεύματος, δομικά υλικά κ.ά.). Η εταιρεία ξεκίνησε τη δραστηριότητά της από τα Βούδια, πάντα με εξαγωγικό χαρακτήρα, αλλά σήμερα αποτελεί διεθνή όμιλο εταιρειών ορυκτών και υλικών με εργοστάσια και ορυχεία σε 20 χώρες και πωλήσεις σε περισσότερες από 70.
Συνεχίζοντας, στα αριστερά, βρίσκεται η μεγάλη κλειστή (για περιβαλλοντικούς λόγους) αποθήκη μπεντονίτη, ενώ στο βάθος, πίσω της, είναι η μονάδα ξηραντήριων του μπεντονίτη. Στη γύρω περιοχή βρίσκονται οι πλατείες φυσικής ξήρανσης. Εδώ απλώνεται ο μπεντονίτης για να μειωθεί η υγρασία του, μια φιλική προς το περιβάλλον φυσική διαδικασία που εξοικονομεί ενέργεια αλλά και μια πρακτική που μειώνει ετησίως κατά 24.000 ΜΤ τις εκπομπές CO2, και για το λόγο αυτό βραβεύτηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από την Ευρωπαϊκή Ένωση Βιομηχανικών Ορυκτών το 2012.
Συνεχίζοντας, περνάτε κοντά από τη μονάδα ενεργοποίησης του μπεντονίτη και στη συνέχεια από τα στοκ ακατέργαστου περλίτη που τροφοδοτούν τα εργοστάσια επεξεργασίας του. Τα κυλινδρικά σιλό αποτελούν χώρους αποθήκευσης έτοιμων προϊόντων περλίτη, ενώ οι σκεπασμένοι ταινιόδρομοι που διακρίνονται μεταφέρουν τα ορυκτά στα εργοστάσια ή σε ενδιάμεσους χώρους αποθήκευσης και τελικά στη γέφυρα φόρτωσης, τη μεγαλύτερη της Μήλου, που δέχεται πλοία χωρητικότητας μέχρι 30.000 ΜΤ και η οποία φαίνεται στην άκρη του όρμου στα βορειοανατολικά. Στο λόφο, βόρεια, διακρίνονται παλαιά λιθόκτιστα κτήρια, που ήταν τα καταλύματα για τους εργαζόμενους, ορισμένοι από τους οποίους έμεναν στις εγκαταστάσεις μαζί με τις οικογένειές τους.
Ο συνδυασμός των βιομηχανικών Βουδίων με τα τουριστικά Πολλώνια είναι μοναδικός, αφού και οι δυο δραστηριότητες συνυπάρχουν αρμονικά και ευημερούν με απόσταση μεταξύ τους λίγων εκατοντάδων μέτρων.
Περνώντας έξω από την πύλη των εγκαταστάσεων, δίπλα στα γραφεία, παίρνετε κατεύθυνση νοτιοδυτική ανηφορίζοντας δεξιά. Έχετε πίσω σας θέα στην Κίμωλο και στην ακατοίκητη Πολύαιγο και, όταν ο καιρός το επιτρέπει, στη Φολέγανδρο, τη Σίκινο και την Ίο. Μετά από 1 χλμ. περίπου από την πύλη των εγκαταστάσεων, συναντάτε στα αριστερά σας το αποκατεστημένο ορυχείο μπεντονίτη Τσαντίλη (Ρ2), όπου η εκμετάλλευση έχει τελειώσει, έχει γίνει πλήρωση και διαμόρφωση της εκσκαφής και έχουν τελειώσει οι φυτεύσεις των πρανών. Στις γύρω πλαγιές απλώνεται βλάστηση με χαρακτηριστικά είδη όπως ο σχίνος (Pistacia lentiscus), η αστοιβή (Sarcopoterium spinosum), ο ασπάλαθος (Calycotome villosa), το φρύγανο (Genista acanthoclada), ενώ συνυπάρχουν πολυετή αγρωστώδη όπως η φρίσσα (Oryzopsis miliacea) και η κοκκινόφρισσα (Hyparrhenia hirta). Ανάμεσά τους επιβιώνουν από τη βόσκηση τα βολβώδη ασκέλα (Asphodelus microcarpus) και κουβαρασκέλα (Urginea maritima). Τα περισσότερα από αυτά τα είδη αναπαράγονται τοπικά και χρησιμοποιούνται στις αποκαταστάσεις των ορυχείων.
Απέναντι από το αποκατεστημένο ορυχείο Τσαντίλη βρίσκονται τα ενεργά ορυχεία μπεντονίτη «Άσπρο Χωριό», στην περιοχή της Κορακιάς. Τα ορυχεία νότιο και βόρειο Άσπρο Χωριό πρωτολειτούργησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η νότια εκσκαφή έχει σχεδόν εξοφληθεί και μεγάλο μέρος της χρησιμοποιείται για φυσική ξήρανση του μπεντονίτη, αφού πρώτα τα στείρα υπερκείμενα μπεντονίτη άλλων ορυχείων γέμισαν ένα μεγάλο μέρος του κενού που είχε δημιουργηθεί. Η βόρεια εκσκαφή βρίσκεται σε συνεχή εκμετάλλευση από τη δεκαετία του 1980 σε ένα κοίτασμα που εκτείνεται προς τα βόρεια και βορειοανατολικά. Τα πετρώματα σ’ αυτή την περιοχή, πάνω από τα στρώματα μπεντονίτη, είναι αρκετά πιο σκληρά (λάβες σκούρου καφέ χρώματος).
Συνεχίζοντας, φτάνετε σε δύο διαδοχικές «διχάλες» (διασταυρώσεις), όπου ακολουθείτε και στις δύο το δρόμο δεξιά, δυτικά, και μπαίνετε στον κεντρικό χωματόδρομο των ορυχείων για να φτάσετε στο μεγάλο και εντυπωσιακό ορυχείο της Αγγεριάς, το οποίο μπορείτε να δείτε από το ειδικά διαμορφωμένο σημείο παρατήρησης (Ρ3). Το ορυχείο αυτό λειτουργεί από το 1986 και έκτοτε η εκμετάλλευσή του συνεχίζεται ανελλιπώς. Αποτελεί το κεντρικό ορυχείο ενός μεγάλου κοιτάσματος μπεντονίτη, το οποίο εκτείνεται από την Κουφή (ανατολικά) μέχρι την Αγία Ειρήνη (δυτικά). Η απόσταση αυτή είναι περίπου 2,5 χλμ., ενώ σε πλάτος (κατά τη διεύθυνση Β-Ν) το κοίτασμα εκτείνεται 700 μ. Οι γεωλογικοί σχηματισμοί από την επιφάνεια προς τα κάτω, στη νότια περιοχή είναι πολύχρωμοι και εντυπωσιακοί. Περιλαμβάνουν λαχάρ (λασπορροές) των ηφαιστείων, ηφαιστειακά πετρώματα αλλά και ιζηματογενείς ασβεστολιθικές ενδιαστρώσεις γεμάτες με απολιθώματα ορατά από κοντά με γυμνό μάτι (γαστερόποδα, δίθυρα), ερυθρού, καφέ και λευκού χρώματος, και μπεντονίτη με κίτρινα, πράσινα και μπλε χρώματα. Τα ορυχεία Κουφή (στα ανατολικά) και Αγγεριά (στο κέντρο) έχουν ενοποιηθεί, ενώ με το ορυχείο της Αγίας Ειρήνης (στα δυτικά) υπάρχουν διακριτά όρια (ο δρόμος που συνδέει τη βόρεια με τη νότια πλευρά αυτής της περιοχής). Στον πυθμένα του ορυχείου της Αγγεριάς έχει σχηματιστεί μια λίμνη από βρόχινο κυρίως νερό το οποίο χρησιμοποιείται για το κατάβρεγμα των χωματόδρομων του ορυχείου και των εγκαταστάσεων για κατακράτηση της σκόνης.
Το ορυχείο της Αγγεριάς είναι από τα μεγαλύτερα ορυχεία μπεντονίτη του κόσμου. Είναι αρκετά πιθανό κάποια μέρη του αυτοκινήτου σας (μηχανή, δίσκοι φρένων) να έχουν χυτευθεί σε καλούπι άμμου όπου χρησιμοποιήθηκε, ως συνδετικό, μπεντονίτης από το ορυχείο που βλέπετε μπροστά σας.
Τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας του μπεντονίτη είναι τα εξής: Στα ορυχεία πρώτα γίνεται η αποκάλυψη του μπεντονίτη, με εξόρυξη και απομάκρυνση των στείρων, φτωχών σε διογκούμενη άργιλο υλικών, που βρίσκονται από πάνω του. Μετά γίνεται η εξόρυξη του ορυκτού με μπουλντόζες και η φόρτωσή του με φορτωτές στα φορτηγά, τα οποία το μεταφέρουν στις εγκαταστάσεις στα Βούδια για περαιτέρω επεξεργασία (θραύση, ενεργοποίηση, φυσική ξήρανση, βιομηχανική ξήρανση). Η εξόρυξη του μπεντονίτη δεν μπορεί να γίνει τους χειμερινούς μήνες λόγω ολισθηρότητας του αργιλικού υλικού. Σε κανένα ορυχείο δε χρησιμοποιούνται εκρηκτικές ύλες για την εξόρυξη των στείρων και του μπεντονίτη, αφού αρκεί η μπουλντόζα που εξορύσσει με ήπιο και αποτελεσματικό τρόπο.
Από το σημείο παρατήρησης (Ρ3) επιστρέφετε 200 μ. προς τα πίσω και στρίβετε αριστερά, στο χωματόδρομο που φεύγει προς τα βόρεια, ακολουθώντας τις πινακίδες σήμανσης της Διαδρομής 4. Μόλις 80 μ. μετά τη διασταύρωση θα δείτε δεξιά σας το ξωκλήσι της Αγίας Αικατερίνης (χτισμένο μετά τη δεκαετία του 1980). Ο χωματόδρομος περνάει δίπλα από τη βόρεια απόθεση στείρων υλικών του ορυχείου (Ρ4), όπου η αποκατάσταση έχει ξεκινήσει από το 2002 με ικανοποιητικά αποτελέσματα, αφού ο τεχνητός λόφος έχει ενσωματωθεί χρωματικά και μορφολογικά στους γύρω φυσικούς λόφους. Τα φυτά που φυτεύτηκαν για την αποκατάστασή του είναι η μηδική (Medicago arborea) το σπάρτο (Spartium junceum) η αλυμιά (Atriplex halimus) η ασφάκα (Phlomis fruticosa) η αψιθιά (Artemisia absinthium), το γνωστό μας αρμυρίκι (Tamarix sp.) και, πιο σπάνια, η φίδα (Juniperus phoenicea) και το κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens).
Η αποκατάσταση τοπίου στα ορυχεία αρχίζει όταν έχει εξορυχθεί όλη η εκμεταλλεύσιμη ποσότητα ορυκτών, οπότε το ορυχείο θεωρείται εξαντλημένο (ή «εξοφλημένο») και αφορά όχι μόνο την εκσκαφή που έχει μείνει στο χώρο της εκμετάλλευσης, αλλά και τις εξωτερικές αποθέσεις των στείρων υλικών που έχουν απομακρυνθεί από τα ορυχεία κατά τη διαδικασία της εξόρυξης και έχουν συσσωρευτεί σε παρακείμενους χώρους. Η αποκατάσταση ενός εξοφλημένου ορυχείου στοχεύει στο να επανέλθει το τοπίο όσο γίνεται περισσότερο στην προηγούμενη μορφή του, κυρίως με την αποκατάσταση της βλάστησης, έτσι ώστε να μην αλλοιώνεται η μορφολογία του τοπίου και να μη γίνεται οπτικά αντιληπτό, στο μέτρο του δυνατού, από τον παρατηρητή. Η προσπάθεια αυτή στη Μήλο, με τοπικό κλίμα που χαρακτηρίζεται «ημιερημικό», από άποψη ξηρασίας και υψηλών θερμοκρασιών, σε συνδυασμό με τη γειτνίαση με τη θάλασσα και με δυνατούς ανέμους, είναι μία πρόκληση, ενώ τα αιγοπρόβατα και η βόσκηση είναι ένας ακόμη παράγοντας που πρέπει να συνυπολογισθεί στην αποκατάσταση.
Η λύση είναι συγχρόνως απλή και δύσκολη: πρόκειται για τη χρήση ντόπιων φυτών που έχουν με τους αιώνες αναπτύξει τους μηχανισμούς για να αντιμετωπίζουν όλες αυτές τις δυσκολίες που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Όλα είναι κατ΄ εξοχήν φυτά που αντέχουν στη βόσκηση. Το καλοκαίρι, τα φυτά αυτά δεν είναι μεν πράσινα αλλά δεν είναι και ξερά. Απλώς, έχουν πέσει σε θερινό ύπνο (διαθερίζουν) για να ξεπεράσουν τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούν το καλοκαίρι (ξηρασία και υψηλές θερμοκρασίες).
Κατευθυνόμενοι τώρα, προς την Πάχαινα αριστερά σας βλέπετε άλλη μια αποκατεστημένη περιοχή (Ρ5), της μεταλλευτικής ενότητας Αγ. Ειρήνης. Δεξιά και αριστερά από το δρόμο (Ρ6), συναντάτε συστάδες από κέδρους (Juniperus macrocarpa), ενώ, στη συνέχεια, διάσπαρτα άτομα κέδρου συναντάτε μέχρι και τη Φυλακωπή (ή Φλακωπή). Μόλις βγείτε στον κεντρικό ασφαλτόδρομο, στο ύψος της Πάχαινας, στρίβετε δεξιά. Αμέσως συναντάτε δύο σημαντικά αξιοθέατα αυτής της διαδρομής, την παραλία του Παπάφραγκα και τον αρχαιολογικό χώρο του οικισμού της Φυλακωπής ακριβώς δίπλα, που αξίζει να δείτε από κοντά.
Ο Παπάφραγκας (Ρ7) είναι η μικρή αμμουδερή παραλία που προσεγγίζεται με σκαλοπάτια που ξεκινούν από τα δυτικά του αρχαιολογικού χώρου της Φυλακωπής. Χαρακτηριστικό είναι το στενό ρήγμα στην ακτή που καταλήγει στη θάλασσα καθώς και η θαλασσινή σπηλιά. Στα εντυπωσιακά λευκά πετρώματα του Παπάφραγκα διακρίνονται «βολίδες» κίσσηρης (ελαφρόπετρας) που είναι τριμμένες και ενωμένες μεταξύ τους με λευκή πούδρα ίδιας σύστασης, ως συμπαγές στρώμα. Πρόκειται, δηλαδή, για στρώματα τέφρας πλούσια σε ελαφρόπετρα που έχουν αποτεθεί σε θαλάσσιο περιβάλλον. Τα στρώματα αυτά έχουν υποστεί ελαφρά συμπύκνωση και οι ρωγμές που εμφανίστηκαν στην επιφάνειά τους διευρύνθηκαν από τη δράση των κυμάτων και δημιουργήθηκαν σχηματισμοί, όπως η σπηλιά του Παπάφραγκα.
Η Φυλακωπή (Ρ8), ένας φυλασσόμενος αρχαιολογικός χώρος, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους προϊστορικούς οικισμούς του Κυκλαδικού πολιτισμού, που έδωσε το όνομά της σε μία υπο-περίοδό του. Υπήρξε, επίσης, ο σημαντικότερος οικισμός της Μήλου στην Εποχή του Χαλκού. Βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο, στη βόρεια ακτή της Μήλου, με εποπτεία στη θάλασσα. Ένα μεγάλο τμήμα του οικισμού κατακρημνίσθηκε στη θάλασσα, ήδη από την αρχαιότητα. Η αρχαιολογική έρευνα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα (1896-99, 1910) εντόπισε ίχνη κατοίκησης ήδη από την αρχή της Πρώιμης εποχής του Χαλκού (περίπου 3000 π.Χ.).
Οι πρώτοι εκείνοι κάτοικοι ζούσαν σ’ ένα μικρό αγροτικό οικισμό, που όμως δεν αποτελούσε οργανωμένη πόλη. Στη συνέχεια, παρατηρούνται σαφείς διαδοχικές φάσεις κατοίκησης. Γύρω στο 2200 π.Χ. χτίζεται η πρώτη πόλη της Φυλακωπής (Φυλακωπή Ι) με μικρά, διάσπαρτα στο χώρο σπίτια. Οι τάφοι βρίσκονται μέσα στην πόλη, ενώ το λιμάνι είναι μικρό, αντίστοιχο των μεγεθών των πλοίων της εποχής, με σχετικά ευκολότερη πρόσβαση στην Κίμωλο και από εκεί στη Σίφνο και στη συνέχεια σε άλλα νησιά ή και ακόμη πιο μακριά, σε χερσαία μέρη, αποφεύγοντας μακρινές, επικίνδυνες τότε, πλεύσεις. Το 2000 π.Χ. χτίζεται η δεύτερη πόλη (Φυλακωπή ΙΙ) η οποία οχυρώνεται με τείχη. Ως δομικά υλικά έχουν χρησιμοποιηθεί ακατέργαστοι ή μερικώς κατεργασμένοι λίθοι σκούρου χρώματος που προέρχονται από τον παρακείμενο στα ανατολικά της όρια δόμο ανδεσίτη, όπως μαρτυρούν και σημαντικές εκσκαφές εκεί. Οι ταφές τώρα γίνονται εκτός των τειχών. Η δεύτερη πόλη καταστράφηκε από σεισμό ή επιδρομή γύρω στο 1600-1550 π.Χ., που άφησε πίσω εκτεταμένα ίχνη καταστροφής.
Η πόλη και το τείχος της –που χαρακτηρίζεται «κυκλώπειο»- ξαναχτίστηκαν στα μέσα της 2ης χιλιετίας. Είναι η τρίτη φάση κατοίκησης (Φυλακωπή ΙΙΙ) που καταστρέφεται μάλλον από σεισμό, γύρω στο 1400 π.Χ. Η Φυλακωπή ΙΙΙ δέχεται σαφείς επιδράσεις από το Μινωϊκό πολιτισμό σε όλες του τις εκφάνσεις (αρχιτεκτονική, κεραμική, τοιχογραφίες κ.λπ.), για να ακολουθήσει και νέα ανακατασκευή (Φυλακωπή ΙV) με επιδράσεις του μυκηναϊκού, πλέον, πολιτισμού και κατασκευή ιερών και κεντρικού κτηρίου του άρχοντα στον τύπο του μυκηναϊκού μεγάρου. Η πόλη αυτή εγκαταλείπεται γύρω στο 1100 π.Χ. Στην τελευταία αυτή φάση κατοίκησης της πόλης, διαπιστώθηκε η λειτουργία εργαστηρίων κατεργασίας οψιδιανού σε συνάφεια με το μυκηναϊκό ιερό του οικισμού.
Η ακμή της Φυλακωπής κατά την Εποχή του Χαλκού, κυρίως στις 2 τελευταίες φάσεις της, αποδόθηκε αρχικά στο σημαντικό ρόλο του οικισμού στο εμπόριο του οψιδιανού (που εξορυσσόταν στα Νύχια και στο Δεμεναγάκι). Πάντως, η ενασχόληση των κατοίκων με το εμπόριο και τη διακίνηση του οψιδιανού, πέραν των παραδοσιακών ασχολιών (αλιεία, αγροτική οικονομία), είναι τεκμηριωμένη από το δίκτυο επαφών τους με τις υπόλοιπες Κυκλάδες (Θήρα, Κέα, Νάξο), την Κρήτη, τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, αλλά και την ηπειρωτική Ελλάδα και την ανατολική Μεσόγειο. Χαρακτηριστικά ευρήματα της Φυλακωπής αποτελούν, εκτός από τα αγγεία, τα λίθινα, πήλινα και χάλκινα ειδώλια (κυρίως η περίφημη «Κυρία της Φυλακωπής», πήλινο ειδώλιο που βρέθηκε στο ιερό, έργο της Μυκηναϊκής περιόδου που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μήλου), όπως επίσης μια πινακίδα Γραμμικής Γραφής Α΄, καθώς και ποικίλα χάλκινα αντικείμενα και λίθινα αγγεία.
Συνεχίζοντας τη διαδρομή προς τα βορειοανατολικά, πάνω στον ασφαλτόδρομο, επιστρέφετε προς Πολλώνια. Μόλις αφήσετε την ακτή, στην ανηφόρα, βλέπετε μία μη επισκέψιμη υπόσκαφη κατασκευή σε ιδιωτικό χώρο. Πρόκειται για το χαρακτηριστικό τρόπο δημιουργίας αποθηκευτικών χώρων, στάβλων και κατοικιών στη Μήλο, δείγμα της τεχνογνωσίας και της ευκολίας με την οποία οι κάτοικοι ήταν σε θέση να εκμεταλλευτούν την ηφαιστειογενή φύση του νησιού. Ακολουθώντας την ανηφόρα με κατεύθυνση προς Πολλώνια, στο πρανές του δρόμου, αριστερά (Ρ9), βλέπετε ανδεσιτικές λάβες με μορφή δόμων εξωθήσεως (ή εκροής με τα λατυποπαγή τους). Ανήκουν στο κατώτερο Πλειόκαινο και έχουν μια χαρακτηριστική, πολύ εντυπωσιακή στηλοειδή κατάτμηση (columnar joints). Αυτές οι λάβες κυριαρχούν σε όλο το ακρωτήριο Καλόγερος. Την πιο εντυπωσιακή μορφή τους όμως την έχουν στα Γλαρονήσια, στις τρεις βραχονησίδες δυτικά από το ακρωτήριο Καλόγερος. Τα νησάκια αυτά είναι γεωλογικοί σχηματισμοί ηφαιστειακής προέλευσης, γεννημένα από τη λάβα που ψύχθηκε απότομα σχηματίζοντας αυτές τις εξαγωνικές «ράβδους» βασάλτη, χαρακτηριστικές της μορφολογίας των νησίδων. Οι ανδεσιτικές κολώνες στο τμήμα της παραλίας από την αρχαία πόλη της Φυλακωπής μέχρι και το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη έχουν μετατραπεί από τη δράση των κυμάτων σε υποστρόγγυλες μαύρες κροκάλες που έχουν χρησιμοποιηθεί εκτεταμένα ως δομικό υλικό (ξερολιθιές στα πλάγια του δρόμου). Όλη αυτή η περιοχή είναι καλυμμένη με φρύγανα όπου κυριαρχεί η ασφάκα (Phlomis fruticosa), ενώ, εκτός από τα τυπικά φρύγανα, διακρίνονται και διάσπαρτα άτομα φίδας (Juniperus phoenicea), απομεινάρια κάποιου παλιού δάσους που σήμερα μόνο σε κάποια σημεία κοντά σε κοίτες χειμάρρων σχηματίζει όμορφες συστάδες.
Περίπου 200 μ. παρακάτω θα συναντήσετε το ξωκλήσι του Αγίου Φανουρίου, ενώ συνεχίζοντας πιο κάτω, στα αριστερά σας θα συναντήσετε την είσοδο του ιδιόκτητου φυτωρίου (P10) της S&B, που μπορείτε να επισκεφτείτε σε εργάσιμες ημέρες και ώρες. Εδώ συγκεντρώνονται και υφίστανται κατεργασία δεκάδες είδη ντόπιων ποωδών και ξυλωδών φυτών της Μήλου. Κάθε χρόνο συλλέγονται 700 έως 1.000 κιλά ντόπιων σπόρων. Η μεγαλύτερη ποσότητα από αυτούς χρησιμοποιείται στις υδροσπορές (πρόκειται για μέθοδο σποράς, κυρίως ποωδών φυτών, και γίνεται σε εδάφη με μεγάλες κλίσεις, όπου δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν γεωργικά μηχανήματα). Εδώ, επίσης, αναπαράγονται κάθε χρόνο δεκάδες είδη ντόπιων ξυλωδών φυτών που, αφού αναπτυχθούν ικανοποιητικά, φυτεύονται στις προς αποκατάσταση επιφάνειες της εταιρείας.
Ο κεντρικός δρόμος, που κατηφορίζει προς τα βορειοανατολικά, σας οδηγεί πια στα Πολλώνια. Για να ολοκληρώσετε με τον καλύτερο τρόπο τη διαδρομή αυτή, αξίζει να ακολουθήσετε τον παραλιακό δρόμο του οικισμού προς το ακρωτήριο Πελεκούδα (P11), όπου διακρίνονται κοντά στην ακτή και λίγα «σύρματα», υπόσκαφοι χώροι, όπου ανελκύονται οι βάρκες για προστασία από τα κύματα και οι οποίοι αποτελούν την αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα της Μήλου, αποτέλεσμα της τεχνογνωσίας των κατοίκων σε υπόγεια έργα εξόρυξης. Η Πελεκούδα έχει ιδιαίτερο γεωλογικό ενδιαφέρον. Εδώ, τα στρώματα των τόφφων με ελαφρόπετρα έχουν δεχτεί επίδραση από τρεχούμενα νερά στη στεριά ή υποθαλάσσια ρεύματα στη θάλασσα και έχουν υποστεί διάβρωση. Αυτές οι αυλακώσεις, αναβαθμίδες και νεροφαγώματα διατηρούνται ως παλαιοεπιφάνειες στα βράχια της βορεινής ακτογραμμής, κοντά στο φάρο. Στη συνέχεια, επανεπεξεργασμένο υλικό τέφρας, θραυσμάτων πετρωμάτων ή και απολιθωμένα όστρακα έχουν αποτεθεί πάνω από αυτές τις επιφάνειες. Πάνω από αυτά «κάθεται» μια λασπορροή («λαχάρ»), ένας σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ηφαιστειακών πετρωμάτων σε διάφορα μεγέθη, που έχουν εκτιναχθεί από κρατήρα. Ο σχηματισμός αυτός έχει διεισδύσει στις υποκείμενες τέφρες, σε κάποια δε σημεία που η παραπάνω ακολουθία έχει διαβρωθεί βλέπετε μεγάλα κομμάτια δακίτη και ανδεσίτη να κοσμούν υπολείμματα του υποκείμενου τόφφου. Αξίζει μια μικρή αναφορά στο όνομα Πελεκούδα, με το οποίο οι ντόπιοι ξεχωρίζουν το αποδημητικό παρυδάτιο πτηνό του γένους Χαραδριός, που κάνει στάση στην περιοχή, στη διάρκεια του μεταναστευτικού του ταξιδιού.
Από το σημείο αυτό έχετε πανοραμική θέα προς την Κίμωλο. Ένας στενός δίαυλος πλάτους 900 μέτρων τη χωρίζει από τη Μήλο. Ανατολικά βλέπετε την Πολύαιγο ή Πόλυβο. Είναι από τα μεγαλύτερα ακατοίκητα νησιά του Αιγαίου. Έχει έκταση περίπου 18,1 τ.χλμ. Σήμερα χρησιμοποιείται ως βοσκότοπος, όπως κατά πάσα πιθανότητα γινόταν και στα αρχαία χρόνια, όπως υποδηλώνει και το όνομά της (πολλές αίγες= κατσίκες).
Δείτε το χάρτη.