Δείτε το χάρτη.
2 ώρες με αυτοκίνητο, 2-3 ώρες με ποδήλατο, 4-5 ώρες πεζοπορία, 13 χλμ.
Από το Μεταλλευτικό Μουσείο Μήλου και με πορεία νότια/νοτιοανατολική, συναντάτε μετά από 2,3 χλμ. πάνω στον παραλιακό δρόμο του Αδάμαντα μία κεντρική διασταύρωση. Στρίβετε αριστερά, προς Ζεφυρία απ’ όπου και θα ξεδιπλωθεί η διαδρομή.
Το όνομα Ζεφυρία στους αρχαίους χρόνους ήταν ένα από τα τοπωνύμια, με τα οποία ήταν γνωστό το νησί. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στη Φυσική του Ιστορία αναφέρει, ότι ο Αριστοτέλης ονόμαζε τη Μήλο Ζεφυρία (που ετυμολογικά συνδέεται με το δυτικό άνεμο, το Ζέφυρο), καθώς ανήκει στις δυτικές Κυκλάδες. Η Ζεφυρία υπήρξε πρωτεύουσα του νησιού, με το όνομα Μήλος ή Χώρα, από τα μέσα της Ενετοκρατίας έως και το τέλος της Τουρκοκρατίας. Τo σημερινό της όνομα το πήρε με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου το 1901. Όταν οι Ενετοί κατέλαβαν το νησί (1207 μ.Χ.), εγκαταστάθηκαν αρχικά στο Κάστρο (Πλάκα) για καλύτερη προστασία από επιδρομές. Μετά από ενάμιση περίπου αιώνα (1350-1375 μ.Χ.), έχτισαν έναν πύργο στην περιοχή της σημερινής Ζεφυρίας, κυρίως για τον έλεγχο της σοδειάς και τη συλλογή των φόρων. Γύρω από τον πύργο σύντομα δημιουργήθηκε ένας μικρός οικισμός, οχυρωμένος με περιτείχισμα και τάφρο, ο οποίος με τον καιρό μεγάλωσε και απλώθηκε και πέρα από το τείχος. Ο οικισμός γνώρισε σημαντική οικονομική ανάπτυξη, και σύντομα μετέφεραν σε αυτόν την έδρα τους οι Φράγκοι άρχοντες και ο ενετός επίσκοπος, ανακηρύσσοντάς τον πρωτεύουσα του νησιού με λιμάνι-επίνειο την Πρωτοθάλασσα, δηλ. τη σημερινή Κάναβα. Ο ναός της Kοιμήσεως της Θεοτόκου ή Παναγίας Πορτιανής (βλ. παρακάτω) στη Ζεφυρία ήταν ο μητροπολιτικός ναός του νησιού και στο προαύλιό του γίνονταν οι λαϊκές συνελεύσεις. Ακολούθησαν τέσσερεις περίπου αιώνες ευημερίας μέχρι να αρχίσει η παρακμή της Ζεφυρίας, κυρίως λόγω της νοσηρότητας του κλίματος. Η μυστηριώδης «νόσος της Μήλου», όπως αποκαλούσαν οι ξένοι τη νοσηρότητα αυτή, ίσως σχετίζεται με την ελονοσία (λόγω και των τότε γειτονικών ελωδών εκτάσεων στις σημερινές αλυκές), και τις σχετικές επιδημίες. Αυτό, σε συνδυασμό με τοπικούς σεισμούς συνετέλεσε στην εγκατάλειψη της Χώρας, με αποκορύφωμα το 1767, έτος του «μεγάλου θανατικού». Ωστόσο η Χώρα δεν έμεινε ποτέ τελείως ακατοίκητη και, μεταγενέστερα, με την καταπολέμηση της ελονοσίας και τη λειτουργία μεταλλευτικών επιχειρήσεων σε κοντινή απόσταση (κυρίως των Θειωρυχείων αλλά και των ορυχείων καολίνη), ο πληθυσμός της συγκρατήθηκε και σταδιακά επανήλθε. Πρωτεύουσα, όμως, είχε πλέον γίνει η Πλάκα με επίνειο τον Αδάμαντα, που είχε ήδη εποικισθεί από Κρητικούς (Σφακιανούς).
Στο κέντρο της Ζεφυρίας δεσπόζει ο ναός της Παναγίας Πορτιανής (Ρ1). Ήταν ο μητροπολιτικός ναός της παλιάς πρωτεύουσας του νησιού και ο μόνος δημοτικός (οι υπόλοιποι – ναοί και ξωκλήσια – στον Κάμπο ανήκαν σε ιδιώτες), γεγονός στο οποίο οφείλεται και η διάσωσή του, μετά την εγκατάλειψη της Ζεφυρίας. Η ακριβής χρονολογία κατασκευής του δεν είναι γνωστή, αλλά πρέπει να ανάγεται σε χρόνους πριν από το 1576, όπως αναφέρεται σε επιγραφή. Το έτος1645, που αναγράφεται στο υπέρθυρο της κύριας εισόδου του, πρέπει να αφορά σε μία από τις ανακαινίσεις. Ο ναός είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένος από περλίτη, όπως ήταν εξάλλου και οι περισσότερες κατασκευές στην παλιά πρωτεύουσα, σύμφωνα με τον περιηγητή Tournefort ενώ συνορεύει με μεσοτοιχία με τον παλιότερο ναό του Αγίου Χαραλάμπους.
Πολύ ενδιαφέρον αξιοθέατο είναι και ο ναός του Χριστού (Ρ2), που μπορείτε να δείτε, κάνοντας μια πολύ μικρή παράκαμψη, μόλις 200 μ. βορειότερα από την Πορτιανή, στα χωράφια, αμέσως μετά και τα τελευταία σπίτια. Εδώ, εντυπωσιάζει η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, με τα μεγάλα τόξα με την οροφή όμως να έχει καταπέσει, αφήνοντας έτσι υλικό στη φαντασία για να ολοκληρωθεί η πλήρης εικόνα που είχε κάποτε. Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως και ο ναός του Χριστού χτίσθηκε με περλίτη.
Και μετά από την μικρή «παρεκτροπή» από τον προορισμό σας, επιστρέφετε στον κεντρικό δρόμο, και συνεχίζετε ανατολικά για 500μ περίπου, ως εκεί που σταματάει η άσφαλτος και πλέον βγαίνετε στο βατό χωματόδρομο που ακολουθεί τη ρεματιά της Λαγκάδας. Σχεδόν στο σημείο που αρχίζει ο χωματόδρομος, δεν μπορεί παρά να προσέξετε στα δεξιά σας (νότια) την εγκαταλειμμένη γεώτρηση της ΔΕΗ για εκμετάλλευση της γεωθερμίας (Ρ3), ενώ κοιτώντας ψηλά, απέναντί σας και αριστερά, μπορείτε να διακρίνετε κατάλοιπα και άλλης μίας παλιάς απόπειρας εκμετάλλευσης γεωθερμίας . Η Μήλος και η Νίσυρος ήταν οι πρώτες περιοχές όπου έγιναν έρευνες για την αξιοποίηση της γεωθερμικής ενέργειας. Στην περιοχή της Ζεφυρίας, έγινε προσπάθεια αξιοποίησης του υπάρχοντος σημαντικού γεωθερμικού πεδίου, ήδη από τη δεκαετία του ΄70, αλλά εγκαταλείφθηκε, λόγω αντιδράσεων και προβλημάτων διαχείρισης των αλμολοίπων, του θορύβου, των αερίων κ.λπ. Στη Ζεφυρία υπάρχουν συμβατικά πηγάδια με νερό υψηλότερης θερμοκρασίας από το συνηθισμένο, ενώ αρκετά παρακείμενα σπίτια χρησιμοποιούν το θερμό νερό των πηγαδιών για θέρμανση των εσωτερικών τους χώρων.
Ο κάμπος που περιβάλλει τη Ζεφυρία είναι περιοχή χαμηλού αναγλύφου, η οποία στα ανατολικά ορίζεται από ένα μεγάλο ρήγμα Β-Ν διεύθυνσης. Στο ανυψωμένο ανατολικό τμήμα που θα διασχίσετε σε λίγο, το έδαφος έχει υποστεί έντονη διάβρωση κατά μήκος των ρεμάτων. Εκεί θα παρατηρήσετε έντονα εξαλλοιωμένους τόφφους, φυσικές δηλαδή τομές, οι οποίες σε μεγάλη έκταση καλύπτονται από ρεύματα λάσπης («λαχάρ»), αποτελούμενα από ετερογενή και ασύνδετα υλικά, όπως κροκαλολατύπες μεταμορφωμένων πετρωμάτων αλλά και ασβεστολίθων και ηφαιστειακών πετρωμάτων με ψιλόκοκκο υλικό.
Αφήνοντας πίσω τη Ζεφυρία και το μεγάλο κάμπο της, ο χωματόδρομος ακολουθεί τη ρεματιά της Λαγκάδας, σχεδόν δίπλα στην κοίτη του χειμάρρου. Στα πρανή της κοίτης, το τοπίο χρωματίζουν όμορφες καλοδιατηρημένες συστάδες από φίδες (Juniperus phoenicea), κωνοφόρα που τα φύλλα τους μοιάζουν με του κυπαρισσιού αλλά και πολλές αγριελιές (Olea europaea var. silvestris) και σκίνα (Pistacia lentiscus).
Ένα ενδιαφέρον ορυκτό που αξίζει να γνωρίσετε εδώ είναι η γύψος. Στο σημείο όπου θα δείτε την πινακίδα «Προς Σημείο Ενδιαφέροντος Ρ5», δίνεται η εκκίνηση για μικρή πεζοπορία. Αφήστε το όχημα σας στον κεντρικό χωματόδρομο και ανηφορίστε με τα πόδια στο δύσβατο χωματόδρομο που φεύγει νότια. Η γύψος εμφανίζεται σε φλέβες – κρούστες – συσσωματώματα μέσα σε αργιλικό υλικό, στα πρανή του δρόμου (Ρ4). Προφανώς, αναπτύχθηκε σε ρωγμές του προϋπάρχοντος πετρώματος, τόσο έντονα εξαλλοιωμένου, ώστε έχει χάσει τη συνεκτικότητά του, και η διάβρωση από το νερό της βροχής αφήνει εκτεθειμένους τους λαμπερούς, διαυγείς κρυστάλλους της γύψου. Μετά από αυτή τη μικρή διακοπή, επιστρέφετε πάλι πίσω, εκεί όπου αφήσατε το όχημά σας ώστε να συνεχίσετε στον κεντρικό χωματόδρομο που ανηφορίζει μέσα στην καταπράσινη ρεματιά. 1,3 χλμ. μετά την Παναγία Πορτιανή, θα προσέξετε ότι ο χωματόδρομος είναι στρωμένος με πέτρες (Ρ5). Πρόκειται για ένα τεχνικό έργο για τη βελτίωση της βατότητας του δρόμου, που κατασκευάσθηκε τη δεκαετία του ’50 από την εταιρεία των θειωρυχείων, τόσο καλοφτιαγμένο που διατηρείται ακέραιο μέχρι σήμερα.
Στο πρανές του δρόμου αριστερά σας καθώς ανηφορίζετε, εμφανίζονται γκριζόλευκα τοφφικά ιζήματα που έχουν υποστεί πυριτική διαγένεση – έκπλυση και εμφανίζονται ως ελαφρά, μικροπορώδη λεπτά παράλληλα στρώματα.
Στα πρανή της ρεματιάς, θα παρατηρήσετε, επίσης, σε πολλά σημεία, στοές όπου γινόταν εξόρυξη λευκού καολίνη. Λόγω των περιεχομένων οξειδίων του σιδήρου, ο καολίνης της Μήλου δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη λευκότητα. Ωστόσο στο παρελθόν, οπότε και γινόταν μικρής κλίμακας εκμετάλλευση του καολίνη για εφαρμογές στην κεραμική, η διαλογή των περισσότερων λευκών εμφανίσεων του καολίνη γινόταν μέσα από στοές. Μέχρι και αρκετά πρόσφατα, από την ίδια περιοχή, εξορυσσόταν καολίνης για την τσιμεντοβιομηχανία. Πλούσιος σε θείο, αλουνίτη, πυριτικά και οξείδια σιδήρου, ο καολίνης της περιοχής σε ορισμένες περιπτώσεις αποκτά ένα εντελώς κόκκινο χρώμα.
Στην τοποθεσία Καστριανή (Ρ6) βρίσκεται το ορυχείο καολίνη της εταιρείας S&B Βιομηχανικά Ορυκτά Α.Ε., όπου σήμερα γίνονται έργα αποκατάστασης του περιβάλλοντος, θεμελιωμένα σε δοκιμασμένες πρακτικές. Στο ορυχείο, στο οποίο έχουν αφαιρεθεί στείρα υλικά πάχους 17 μ. περίπου πάνω από το κοίτασμα του καολίνη, έχει γίνει επιτυχημένη ανάπλαση και αποκατάσταση του περιβάλλοντος, με τη φύτευση ειδικών φυτών, πάνω σε επιχωματώσεις κατά μήκος του μετώπου του ορυχείου. Η εξόρυξη του καολίνη ήταν επιφανειακή ενώ, παλιότερα, η εξόρυξη πραγματοποιείτο με τη διάνοιξη στοών μικρής διατομής, σε επιλεγμένες θέσεις με ποιοτικά πλούσια και λευκά στρώματα καολίνη. Ο καολίνης εδώ έχει δημιουργηθεί από τη δράση ατμίδων επί των ηφαιστειακών πετρωμάτων, ως επακόλουθο της εξαλλοίωσης των αστρίων και της ηφαιστειακής υάλου. Το συγκεκριμένο λατομείο λειτούργησε μέχρι πρόσφατα για την παραγωγή τριών ποιοτήτων καολίνη: Για λευκά τσιμέντα και για τη χαρτοποιία και ως πληρωτικό (filler) μετά από επεξεργασία στα ξηραντήρια και τα τριβεία της S&B, στα Βούδια.
Λίγο μετά το ορυχείο καολίνη της S&B, στο σημείο όπου θα δείτε την πινακίδα «Προς Σημεία Ενδιαφέροντος Ρ8 και Ρ9», δύο ενδιαφέροντα αξιοθέατα σας περιμένουν, αφήνοντας τον κεντρικό χωματόδρομο για μια μικρή δευτερεύουσα διαδρομή προς τα αριστερά. Το πρώτο είναι το όμορφο ξωκλήσι της Παναγίας της Καστριανής (Ρ7). Μερικά αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη είναι ακόμα ορατά στην τοιχοδομία του. Κίονας, κιονόκρανο, καθώς και ένα τμήμα της μαρμάρινης σαρκοφάγου του αποτελούν απομεινάρια του εξαίρετου αρχιτεκτονικού του χαρακτήρα. Με δεδομένο ότι στην Μήλο δεν υπάρχουν επιφανειακά ασβεστολιθικά κοιτάσματα, αυτό σημαίνει ότι τα όποια κτίσματα από μάρμαρο είχαν την πρώτη τους ύλη «εισαγόμενη» από διάφορα σημεία της Ελλάδας. Ο ναός δεν είναι προσβάσιμος, ωστόσο μπορείτε να έχετε μια ολοκληρωμένη εικόνα του μέσα από το παράθυρο του βορεινού τοίχου. Είναι αφιερωμένος στη Ζωοδόχο Πηγή, αλλά επικράτησε το όνομα Καστριανή λόγω ενός τείχους που περιέβαλλε παλιότερα την κορυφή του λόφου όπου είναι χτισμένος, δίνοντας την εντύπωση του κάστρου. Ο Γάλλος περιηγητής Tournefort αναφέρει, ότι περί το 1700 ανήκε σε φερώνυμη Μονή. Το ανάγλυφο υπέρθυρο της εισόδου σε καστανέρυθρο κισσηρώδη τόφφο και τον ανάγλυφο διακοσμητικό ρόδακα από πάνω αξίζει να τα θαυμάσετε, ενώ το χτιστό τραπέζι και οι πάγκοι στην αυλή του είναι ιδανικό σημείο για ξεκούραση, προσφέροντας απεριόριστη θέα στη λαγκαδιά, αλλά και πέρα, μέχρι το αεροδρόμιο και τον κόλπο του Αδάμαντα.
Το δεύτερο αξιοθέατο στην περιοχή της Καστριανής είναι μια παλιά αγροικία (Ρ8) και οι υπόσκαφες αποθήκες και οι βοηθητικοί χώροι της, που έχουν λαξευτεί στο μαλακό πέτρωμα.
Στην περιοχή αυτή υπάρχουν και δύο μεγάλα ορυχεία. Το πρώτο από αυτά είναι ένα ανοικτού τύπου ορυχείο 200 στρεμμάτων με αναβαθμίδες (5×5 μ.), όπου η εταιρεία «Λάβα Μεταλλευτική» (θυγατρική της «Τσιμέντα Ηρακλής» του ομίλου LAFARGE) εξόρυσσε ένα λευκό πυριτικό υλικό (μκροκρυσταλλικός χαλαζίας με ιδιόμορφη γένεση). Στην είσοδο του λατομείου, όπου δεν επιτρέπετε να μπείτε, και σε ορισμένα σημεία των αναβαθμίδων εξόρυξης, υπάρχουν εμφανείς αποθέσεις αυτοφυούς θείου και αποθέσεις ογκολίθων (από τα «στείρα» του ορυχείου) με αλουνίτη, ωραία δείγματα αυτοφυούς θείου και γύψου. Μέσα στο ορυχείο διακρίνονται οι αρχαίες στοές εκμετάλλευσης θείου και στυπτηρίας (alum).
Το δεύτερο είναι το ορυχείο Φίλη, ένα εξαντλημένο ορυχείο καολίνη, όπου δεν έχουν αρχίσει εργασίες αποκατάστασης. Οι εμφανείς τομές βοηθούν τη μελέτη της γένεσης του καολίνη. Σε τμήματα των τομών υπάρχουν εμφανείς οξειδώσεις κίτρινου – κόκκινου χρώματος. Η ποιότητα του καολίνη είναι κυμαινόμενη, λόγω προσμίξεων οξειδίων σιδήρου (κοκκινωπό χρώμα) και αλουνίτη. Διακρίνονται οι παλαιές στοές, όπου γινόταν η εκμετάλλευση του ποιοτικού καολίνη, καθώς και τα νέα μέτωπα, όπου γινόταν εξόρυξη πολύ μεγαλύτερων ποσοτήτων καολίνη, χαμηλότερης όμως ποιότητας (ως προς το χρώμα και τις προσμίξεις).
Επιστρέφοντας στον κεντρικό χωματόδρομο, συνεχίζετε ανατολικά. Περίπου 300 μ. μετά τη διασταύρωση για την προηγούμενη δευτερεύουσα διαδρομή, έχετε βγει από τη ρεματιά της Λαγκάδας και βρίσκεστε σε μια διασταύρωση, όπου έχετε την ευκαιρία για μια ακόμα δευτερεύουσα διαδρομή με μεγάλο ενδιαφέρον. Στρίψτε αριστερά (βόρεια), ακολουθώντας τη σήμανση προς Δεμενεγάκι ή Δεμεναγάκι και Άγιο Αλέξανδρο. Η βλάστηση, βγαίνοντας από την κοίτη του ρέματος, αλλάζει. Οι φωτιές μαζί με την εντατική βόσκηση έχουν υποβαθμίσει τη βλάστηση σε φρυγανώδη. Σχίνοι (Pistacia lentiscus), φρύγανα (Genista acanthoclada), ρείκες (Erica manipuliflora), θυμάρια (Thymus capitatus), λεβάντες (Lavandula stoechas) και αστοιβές (Sarcopoterium spinosum) κυριαρχούν. Ανάλογα με την εποχή, η εικόνα αυτών των φυτοκοινωνιών αλλάζει. Κατά την περίοδο των βροχών, όλα είναι πράσινα. Δεκάδες είδη ποωδών φυτών και γεωφύτων εμφανίζονται ανάμεσα στα φρύγανα. Στα μέσα της άνοιξης ένα ξέσπασμα αρωμάτων και χρωμάτων κατακλύζει τη Μήλο για να ακολουθήσει το καλοκαίρι, όπου όλα τα φυτά, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, θα πέσουν σε θερινό λήθαργο, για να περάσουν το μακρύ ξερό και καυτό καλοκαίρι της Μεσογείου.
Μετά το ξωκλήσι του Αγίου Αλεξάνδρου, ο βατός χωματόδρομος παίρνει κατεύθυνση προς τα ανατολικά. Σε όλο το μήκος της τομής του δρόμου, και μέχρι την εμφάνιση του οψιδιανού, στην περιοχή Δεμεναγάκι, το ρυολιθικό ηφαιστειακό πέτρωμα έχει υποστεί πυριτίωση, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται ακανόνιστες μάζες υπόλευκου πυριτόλιθου (Ρ9). Υπάρχουν, επίσης, ωραίες εμφανίσεις ρυολίθου με ταινιωτή/ελασματοειδή υφή ροής, σε εναλλασσόμενες παράλληλες λεπτές ταινίες. Κοιτώντας προς τα νοτιοανατολικά, βλέπετε το ορυχείο μπεντονίτη Μαυρογιάννη στη θέση Ρέμα, εκεί όπου, επίσης, υπήρχαν τα νταμάρια εξόρυξης των μυλοπετρών της Μήλου. Οι μυλόπετρες έχουν μακρά ιστορία στο νησί, από την αρχαιότητα έως τα μέσα περίπου του 20ου αι, με περίοδο ακμής τους τα βυζαντινά χρόνια. Χρησιμοποιήθηκαν σε όλο το Αιγαίο σε χειρόμυλους, υδρόμυλους, ανεμόμυλους για την άλεση των δημητριακών αλλά και άλλων υλικών, όπως στα ελαιοτριβεία, στη βυρσοδεψία, για την άλεση του αλατιού κ.λπ. Χαρακτηριστική είναι και η χρήση τους από την αρχαιότητα στα ορυχεία για την άλεση των ορυκτών (στα μεταλλεία του Λαυρίου χρησιμοποιήθηκαν μηλέικες μυλόπετρες για τη θραύση και το άλεσμα του μεταλλεύματος).
Μετά από λίγο ο δρόμος παίρνει κατεύθυνση προς τα βόρεια, και πλέον βρίσκεστε στην περιοχή Δεμεναγάκι (Ρ10), ένα μικρό υψίπεδο, στο μέσο περίπου της ανατολικής ακτής της Μήλου, σε υψόμετρο 250-300 μ. περίπου, πάνω στις απότομες πλαγιές του Χονδρού Βουνού. Όλο το έδαφος, σε μεγάλη έκταση, είναι στρωμένο με θραύσματα από οψιδιανό ή οψιανό, τη μαύρη, γυαλιστερή, χαρακτηριστική πέτρα της Μήλου. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για «απορρίμματα» προϊστορικών εργαστηρίων εξόρυξης και λάξευσης του οψιδιανού, μιας και το Δεμεναγάκι ήταν το ένα από τα δύο σημαντικά λατομεία οψιδιανού στη Μήλο (το άλλο είναι τα Νύχια, βορειοδυτικά του Αδάμαντα). Η λατόμηση του οψιδιανού γινόταν σε μικρά σπήλαια, στους απότομους ανατολικούς γκρεμούς του λατομείου, απ’ όπου, από το σκληρό μητρικό πέτρωμα, εξάγονταν εξαιρετικής ποιότητας «κόνδυλοι» και «πυρήνες», για να μεταφερθούν στη συνέχεια, με τα πρώιμα μέσα θαλάσσιας επικοινωνίας (αρχές «εμπορίου» πριν 10 χιλιάδες χρόνια), σε όλο το Αιγαίο, από την ηπειρωτική Ελλάδα μέχρι την Κρήτη. Ένα ακόμα αξιοσημείωτο είναι, ότι από τους κονδύλους ή τα μπλοκ του πετρώματος, τα διάφορα προϊστορικά εργαστήρια οψιδιανού στο Αιγαίο κατασκεύαζαν μεγάλη ποικιλία εργαλείων και όπλων. Από το Δεμεναγάκι μπορείτε να δείτε την Κίμωλο και την Πολύαιγο, και, όταν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, τη Φολέγανδρο, τη Σίκινο, ακόμα και την ΄Ιο στα ανατολικά. Επίσης, στα αριστερά σας, προς την περιοχή Κόμια, και δεξιά σας, προς την περιοχή του Χονδρού Βουνού υπάρχουν παλιές, ανενεργές εκμεταλλεύσεις μπεντονίτη.
Επιστρέφοντας στον κεντρικό χωματόδρομο, μπορείτε να παρατηρήσετε στις γύρω πλαγιές μεγάλους βράχους σε παράξενα σχήματα. Αυτές οι γεωμορφές (“noches”), που μερικές φορές μοιάζουν με κεφάλια ζώων με ανοιχτό στόμα, δημιουργούνται από τη διάβρωση που προκαλεί ο θαλασσινός αέρας όταν πέφτει επάνω στα σκληρά ηφαιστειακά πετρώματα.
Κατηφορίζοντας στο βατό χωματόδρομο προς τα Θειωρυχεία, θα παρατηρήσετε πως η βλάστηση είναι πολύ υποβαθμισμένη, τόσο από τις πυρκαγιές και την βόσκηση, όσο και από τα όξινα εδάφη της περιοχής. Εδώ κυριαρχεί η ρείκα (Erica manipuliflora), αλλά και το θυμάρι (Thymus capitatus) και η αστοιβή (Sarcopoterium spinosum). Μέσα στο ρέμα προς Θειωρυχεία υπάρχουν και σχίνα (Pistacia lentiscus) αλλά και αγροτικές εκτάσεις σπαρμένες με κριθάρι και μικρούς ελαιώνες σε απανεμικές θέσεις.
Σε κάποιο σημείο, αριστερά πλάι στο δρόμο, θα δείτε ένα λιτό μνημείο, μια μικρή μαρμάρινη πλάκα (Ρ11). Στο σημείο αυτό διαδραματίστηκε μία από τις επιχειρήσεις αντίστασης κατά των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής στις 23/12/1944. Σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ελλάδα, οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής παρέμειναν στη Μήλο μέχρι Mάϊο του 1945, λόγω του εγκλωβισμού τους κατά την οπισθοχώρηση ελλείψει συγκοινωνιακών μέσων.
Πριν και μετά το σημείο (Ρ11) βλέπουμε μια αφύσικη συστάδα από μικρούς ’λόφους’ (σωρούς). Πρόκειται για κατάλοιπα παλαιών εξορύξεων για εκμετάλλευση θείου ή αλουνίτη (στυπτηρίας) κατά την αρχαιότητα ή τη ρωμαϊκή περίοδο.
Από το μνημείο και μετά, ο χωματόδρομος κατηφορίζει στις πλαγιές της χαράδρας του Παλιορέματος και καταλήγει στα παλιά Θειωρυχεία (P12), το σημαντικότερο αξιοθέατο και τελικό προορισμό αυτής της διαδρομής. Ο δρόμος στο μεγαλύτερο μήκος του είναι βατός, εκτός από τα τελευταία 200 μ. Αν δεν έχετε όχημα με τετρακίνηση, καλύτερα να το παρκάρετε στο πλάτωμα που υπάρχει στην τελευταία στροφή του δρόμου πάνω από τα Θειωρυχεία. Κατηφορίζοντας, κερδίζουν το βλέμμα στις πλαγιές της ρεματιάς οι παλιές στοές για την απόληψη θειαφιού και στυπτηρίας. Οι σωροί των παλιών εκμεταλλεύσεων, πολλές από τις οποίες ήταν υπόγειες, μοιάζουν με συνεχόμενους κρατήρες. Στα πρανή της νότιας πλευράς του δρόμου εμφανίζονται καολίνες και οπάλιοι (άμορφο πυριτικό).
Πρώτοι που εκμεταλλεύτηκαν τις εμφανίσεις θείου στο Παλιόρεμα ήταν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Το χρησιμοποιούσαν για τη στίλβωση μετάλλων, για απολύμανση ή για αντισηπτικούς και θεραπευτικούς σκοπούς. Επίσης, οι Aθηναίοι εκμεταλλεύτηκαν το θειάφι της Mήλου. Αποδείξεις αυτής της σχέσης ανάμεσα στη Μήλο και την Αθήνα, βρίσκονται ακόμα στις υπαίθριες αρχαίες θέσεις εξόρυξης καθώς και στο Mεταλλευτικό και στο Aρχαιολογικό Mουσείο Mήλου. Πρόκειται για κεραμικές πλάκες όπου έχυναν λιωμένο θειάφι προκειμένου να κατασκευαστούν «χελώνες» θείου, που προορίζονταν για το εμπόριο. Kαθρεπτικές ανάγλυφες επιγραφές άφηναν στις χελώνες το αποτύπωμα του λογοτύπου του εκμεταλλευτή. (π.χ. NΩIANHΘA δηλ. AΘHNAIΩN).
Στα νεώτερα χρόνια, η εκμετάλλευση με παραχώρηση σε ιδιώτες ξεκίνησε το 1862. Το 1890 η εκμετάλλευση πέρασε στην Ελληνική Εταιρεία Δημοσίων και Δημοτικών Έργων, μέχρι το 1920 περίπου. Το 1928 ανέλαβε την εκμετάλλευση η εταιρεία “Θειωρυχεία Μήλου Α.Ε.” έως το 1958, οπότε διακόπηκε απότομα, αφού το θείο έγινε παραπροϊόν της διύλισης πετρελαίου, με ιδιαίτερα χαμηλό κόστος. Πρόκειται για μία ακόμα περίπτωση, όπου η εξέλιξη στην τεχνολογία (αποθείωση των αποσταγμάτων διύλισης πετρελαίου) έχει δραματικές επιπτώσεις σε κάποια άλλη δραστηριότητα (εξόρυξη θείου), σε ένα άλλο μακρινό γεωγραφικά σημείο, την οποία περιορίζει ή και καταργεί τελείως. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής εξαγόταν στη Γαλλία για χρήση ως φυτοφάρμακο για τον ψεκασμό (επίπαση) των αμπελιών. Συνολικά εξορύχθηκαν από υπόγειες στοές 125.000 τόνοι μεταλλεύματος που μεταφέρονταν με βαγονέτα σε σπαστήρα για θραύση. Αξίζει να σημειωθεί ότι, μετά τη μεταφορά του μεταλλεύματος σε υψηλότερο υψόμετρο στα βόρεια του ρέματος, στη συνέχεια, για τη διακίνησή του εντός του εργοστασίου στις διάφορες φάσεις της διεργασίας, γινόταν εκμετάλλευση της κλίσης του εδάφους. Στη βάση του εργοστασίου υπάρχουν ακόμα απομεινάρια από τα αυτόκλειστα ανάκτησης του θείου. Στην πλευρά της θάλασσας, υπήρχε σκάλα φόρτωσης-εκφόρτωσης με μικρό γερανό. Στη νότια πλευρά του ρέματος σώζονται τα κτήρια, όπου στεγάζονταν το μηχανουργείο, το εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής, οι αποθήκες, τα μαγειρεία, οι κοιτώνες κ.λπ. Τα κτίρια έχουν κατασκευαστεί από πωρόλιθους που μεταφέρθηκαν από την Κίμωλο. Οι εργαζόμενοι διέμεναν τις εργάσιμες ημέρες στις εγκαταστάσεις των Θειωρυχείων, φεύγοντας για τα χωριά τους το Σάββατο το απόγευμα, για να επιστρέψουν για δουλειά ξανά τη Δευτέρα το πρωί. Οι συνθήκες εργασίας στις στοές ήταν δύσκολες, κυρίως λόγω ελλιπούς αερισμού και υψηλής θερμοκρασίας. Σ’ αυτά τα Θειωρυχεία όμως, εκπαιδεύτηκαν γενιές εργατοτεχνιτών και μαστόρων που επάνδρωσαν αργότερα πολλά εργοστάσια επεξεργασίας ορυκτών στη Μήλο. Οι πρωτοποριακές για την εποχή τους μέθοδοι παραγωγής και επεξεργασίας (όπως η μέθοδος που επινόησε ο Ιάσων Σβορώνος που έλαβε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το 1938) αλλά και η μοναδική αρχιτεκτονική και λιθοδομή των κτηρίων, καθιστούν τα Θειωρυχεία ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της βιομηχανικής ιστορίας της Ελλάδας. Στο λόφο, νότια των εγκαταστάσεων των Θειωρυχείων, διακρίνεται το σπίτι όπου διέμενε, αρχικά, η εκάστοτε διεύθυνση της επιχείρησης και, επί Κατοχής, στέγαζε τους άνδρες του εκεί γερμανικού φυλακίου.
Τα Θειωρυχεία είναι το μόνο βιομηχανικό συγκρότημα της Μήλου που έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο. Με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού έχει χαρακτηριστεί ιστορικός τόπος και σημαντικό δείγμα βιομηχανικής κληρονομιάς στο οποίο η αρχιτεκτονική συνδυάζεται με τις απαιτήσεις της παραγωγικής διαδικασίας., Με τα Θειωρυχεία για προορισμό σφραγίζεται το τέλος της διαδρομής με ένα μνημείο της σύγχρονης πολιτιστικής κληρονομιάς.
Και μία τελευταία αλλά σημαντική προειδοποίηση: οι στοές είναι εξαιρετικά επικίνδυνες, με υψηλές θερμοκρασίες, καθόλου εξαερισμό και αναθυμιάσεις. Δεν πρέπει να μπαίνει ο επισκέπτης για κανένα λόγο.
Δείτε το χάρτη.